αἰσάλων

αἰσάλων
αἰσάλων, ωνος, , a kind of hawk, prob.
A merlin, Falco aesalon, Arist.HA609b8, Plin.HN10.205:—[full] αἰσάρων, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἰσάλων — merlin masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισάλων — (aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος… …   Dictionary of Greek

  • αἰσάλωνα — αἰσάλων merlin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσάλωνι — αἰσάλων merlin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”